Της Μελίνας Κάτιου*
Ήταν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα. Ήταν από εκείνες τις μέρες που ο ήλιος πάλευε με την ομίχλη κάθε πρωί για να θριαμβεύει το μεσημέρι και να ξαναχαθεί και πάλι το βράδυ. Αυτό το παιχνίδι συνεχιζόταν εβδομάδες τώρα και να σου πω την αλήθεια το είχα βαρεθεί. Αφού ανέβηκα στο τραίνο, κάθισα δίπλα στο παράθυρο με μια ανυπόμονη χαρά, έτοιμη να αναπηδήσει από την καρδιά μου και άφησα το βλέμμα και τη φαντασία να κινούνται ελεύθερα για να τρέξουν, να τρέξουν και να φτάσουν πριν από μένα στον αγαπημένο μου, στο Γαβριήλ, που για κάποιο λόγο είχε χαθεί.
Το ταξίδι μου είχε ως προορισμό τη Γερμανία όπου το κρύο είναι τόσο τσουχτερό που «παγώνει ακόμα και την αναπνοή στο στόμα», όπως μου έγραφε ο εκείνος. «Και όταν έρχεται το καλοκαίρι, εγώ ακόμα βήχω, βήχω, βήχω, καρδούλα μου!» – μου έλεγε γεμάτος τρυφεράδα. Εκείνη τη στιγμή, μια ψηλή, όμορφη γυναίκα, ντυμένη με μαύρα που έμοιαζε με μαύρο κύκνο, ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Έβγαλε το καπέλο αποκαλύπτοντας τη χρυσόχροη πλούσια κόμη της. Από την αργή και γεμάτη στόμφο κίνησή της και από την εύθυμη και ευγενική γλώσσα εξεπλάγην όταν είδα μπροστά μου ένα νεαρό πλάσμα και όχι μια γυναίκα, όπως είχα φανταστεί.
- Μπορώ να καθίσω παρακαλώ; - Ρώτησε όλο χάρη η Mademoiselle, όπως θα την αποκαλούσε ο αγαπημένος μου ευγενικά.
- Βεβαίως! – είπα εγώ αφηρημένη στις σκέψεις μου που σαν είδαν την ωραία κυρία, ανέτρεξαν χωρίς να με ρωτήσουν για να ξεσκονίσουν τις μνήμες του παρελθόντος. Μα αφού τοποθέτησε μια μικρή βαλίτζα στη θέση της και γύρισε να καθίσει, έμεινα έκπληκτη όταν αντίκρισα το πρόσωπό της.
Είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από τότε που είδα για τελευταία φορά τη μικρή, χαϊδεμένη Κλάρα.Κόρη του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Ανοβέρου, που ερχόταν κάθε καλοκαίρι στο Βόσπορο, αφήνοντας για λίγο τον παγωμένο ουρανό της Γερμανικής πόλης για να αφεθεί έστω για λιγοστή θέα του Βοσπόρου, όπου η αμέριμνη θάλασσα έκλεινε το μάτι στον ήλιο και εκείνος την περιέλουζε με φως, κάτω από τον μπλε ουρανό, δημιουργώντας έτσι ένα ειδυλλιακό τοπίο, μαγεύοντας τον καθηγητή που ήταν κοσμογυρισμένος, σαν τον πατέρα μου, και τη μονάκριβη κόρη του.
- Κλάρα! – αναφώνησα εγώ έκπληκτη. - Ενώ εκείνη, με κοίταξε για λίγο περίεργα σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο,να θυμηθεί.
- Βάζω στοίχημα πως δε με θυμάσαι πια! – συνέχισα εγώ προσπαθώντας να τη βγάλω από την αμηχανία της. – Πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήρθες στο σπίτι μου. Η κόρη του Σοφοκλή είμαι, η Μάσιγγα που σε τράβαγε από τα κοτσιδάκια και εσύ κρυβόσουν συνεχώς κάτω από τη σκιά του πατέρα σου σαν το τρομαγμένο πουλάκι που κρύβεται κάτω από τα κλαδιά ενός δέντρου για να νιώθει σιγουριά! Θυμάσαι που κάναμε βόλτες στην ακτή του Βοσπόρου και στην προσπάθειά μας να ταΐζουμε τους γλάρους, ένας ανυπόμονος σε τσίμπησε στη μύτη;
- Αχ το Τερατάκι! - φώναξε έκπληκτη εκείνη και ξεχύθηκε στην αγκαλιά μου. -Το ζωηρό κορίτσι που μου έβαζε την κότα στα πόδια για να με τρομάξει, ενώ κοιμόμουν! Μα τώρα είσαι μια όμορφη κυρία.
- Πόσο μεγάλωσες! – αναφώνησα εγώ!
Καταλαβαίνετε την έκπληξή μου όταν από ένα ζωηρό πλάσμα, γεμάτο παιδική αφέλεια, ευθύτητα, αυθορμητισμό, και ζωηράδα είδα ξαφνικά μπροστά μου μία καλλονή που έγινε πια σκεπτική, επιφυλακτική που μετράει τα λόγια και το πιο σημαντικό, δεν είναι πια προσκολλημένη στον πατέρα της!Δεν θα μπορούσα να το πιστέψω ότι θα την έβλεπα μόνη της, εκείνο το τρομαγμένο πουλί που δεν πήγαινε πουθενά χωρίς τον πατέρα του. Και τη σκέψη μου διακόπτει ξαφνικά ένα απαλό άγγιγμα. Δυο μικρά χεράκια νιώθω να γλιστράνε στην πλάτη μου και να μου τραβάνε απαλά τα μαλλιά.
- Σόνια, Σόνια, - ακούστηκε να φωνάζει ξαφνικά στη ζωηρή κόρη της, η γυναίκα που καθόταν δίπλα μου, – κάθισε κάτω σε παρακαλώ!- και γεμάτη ντροπή την τράβηξε ζητώντας με συγνώμη. Δεν έδωσα σημασία φυσικά γιατί η συζήτηση με την Κλάρα είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μου. Απλώς της χαμογέλασα ευγενικά.
- Βλέπεις; - συνέχισε η Κλάρα με λυπηρό ύφος σαν να ήθελε να κρύψει τη θαμμένη πλέον ευτυχία κάπου βαθειά μέσα της. Μεγάλωσα Μάσιγγα, μεγάλωσα και είμαι εδώ, μόνη μου!
- Ήσουν στην πόλη και δεν μου είπες τίποτα;- συνέχισα εγώ με έκπληξη!
- Εχ δε βαριέσαι, αυτή τη φορά δεν ήρθα για χαρά! - είπε εκείνη προσπαθώντας να κρύψει τους στεναγμούς της και η έλλειψη χρώματος στην ενδυμασία μου έδωσαν την εντύπωση ότι πρόκειται για μια σκιά, για μια σκιά που έμεινε εγκαταλελειμμένη από το σώμα.
- Ο πατέρας σου; - τη ρώτησα διστακτικά σαν να ήξερα την απάντηση.
- Πέθανε, πέθανε πρόσφατα ο πατέρας μου και τον κηδέψαμε εδώ! - είπε εκείνη καταπίνοντας τα δάκρυα που είχαν κάνει κόμπο στο λαιμό και με το ζόρι άφηναν τη φωνή να βγει από κει.
Ο πατέρας της ήταν Έλληνας, Κωνσταντινουπολίτης σαν κι εμάς και πριν πολλά χρόνια, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε γερμανίδα γυναίκα και για χάρη της μετακόμισε στη Γερμανία όπου δούλευε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ανόβερου. Έκαναν μαζί μια κόρη, την Κλάρα, την οποία ο καθηγητής τη μεγάλωσε μόνος αφού η γυναίκα του πέθανε λίγα λεπτά μετά τη γέννα.
Σήμερα μέσα από το θολό τοπίο ξεπρόβαλε μια ανάμνηση από το παρελθόν, μια ανάμνηση που με γύρισε αρκετά χρόνια πίσω. Τότε που ήμουν μικρή και αποτελούσα βάσανο των άλλων, ενώ τώρα, τώρα είναι οι άλλοι αυτοί που με βασανίζουν. Η Κλάρα μου είπε ότι μεγάλωσα πια και από εκείνο το ζωηρό και εύμορφο αγοροκόριτσο έγινα μια πανέμορφη, σοβαρή κυρία. Και όσο περνάει ο καιρός μοιάζω περισσότερο στην όμορφη μητέρα μου.
- Λες αλήθεια ή με κολακεύεις; - τη ρώτησα εγώ με απορία, αλλά αυτή επέμενε ευγενικά.
Το σφύριγμα του τρένου που ακούστηκε ξαφνικά, ήρθε σαν βέλος που ήθελε να σκοτώσει την αμφιβολία μου. Όχι ότι δεν το ήθελα, αλλά με κολάκευε ιδιαίτερα να μου πούνε ότι μοιάζω στη μητέρα μου.
Το ταξίδι άρχισε και ταυτόχρονα είχε αποκτήσει τεράστιο ενδιαφέρον. Είχαμε τόσα πολλά να πούμε, για νεανικούς έρωτες, για αγόρια, για απογοητεύσεις, για κρυφά όνειρα… Ούτε η Κλάρα, ούτε εγώ είχαμε άλλα αδέρφια. Γι’ αυτό το λόγο το ταξίδι για μένα, αλλά φαντάζομαι και για εκείνη, ήταν σαν ένα βιβλίο που μόλις αρχίσαμε να το διαβάσουμε φωναχτά. Εγώ πάντως δεν άργησα να ξεφυλλίζω τις σελίδες της ζωής μου οι οποίες προκαλούσαν στο πρόσωπό της πότε γέλιο και πότε έκπληξη. Ενώ εκείνη, όπως πάντα, ήταν πιο συγκρατημένη.
Στην ερώτησή της «Γιατί πας στη Γερμανία;» απάντησα διπλωματικά ότι είχα χρόνια να την επισκεφθώ. Την ανησυχία που ένιωθα για τα αναπάντητα γράμματα του Γαβριήλ, προσπάθησα να τη θάψω βαθειά μέσα μου.Όχι πως δεν θα ήθελα να το πω! Μωρέ να το φωνάξω θα ήθελα, να ανοίξω την ψυχή μου και να ξεχύνονται έξω όλες εκείνες οι σκέψεις που δηλητηρίαζαν μέρα με τη μέρα το είναι μου. Μαραζώνω περισσότερο όταν το σκέφτομαι.Και να το επιτέλους, βρέθηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που θα με άκουγε, που θα του άνοιγα την καρδιά και δε θα τη διέλυε, που θα μου έδινε και μια συμβουλή που λέει ο λόγος.
Όταν της είπα για τη σχέση μου με τον Γαβριήλ εκείνη δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν ο γιος του κηπουρού τους που είχαν στην Κωνσταντινούπολη. Μικροί παίζαμε μαζί τα καλοκαίρια και εκείνος μας έλεγε: «Όταν μεγαλώσω θέλω να σπουδάσω και να αποκτήσω πολλά λεφτά, σαν τον πατέρα σου Μάσιγγα!» Αμέσως άρπαξα την ευκαιρία και την ρώτησα αν τον είχε δει, αν ήξερε κάτι γι’ αυτόν, αλλά τίποτε, μια λιτή σιωπή ήταν η απάντησή της σαν να έκρυβε κάτι.
-Ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα νέο, ούτε ένα σημάδι, αν ζει ή αν έχει πεθαίνει! – συνέχισα εγώ με πόνο. - Κανένας δεν μου λέει τίποτα, όλοι νιώθω πως με αποφεύγουν. Σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Εδώ και ένα χρόνο προσπαθώ να μάθω νέα του.
- Οι γονείς σου τι λένε γι’ αυτό Μάσιγγα;
- Οι δικοί μου δεν γνωρίζουν τίποτα.Και τώρα αποφάσισα να πάω να τον βρω.
- Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, χωρίς την παιδική αφέλεια, μελαγχολική! Ο Γαβριήλ δεν είναι για σένα! Πρέπει να δεχθείς μια αγάπη που σου αξίζει και όχι να δέχεσαι να σου προσφέρει ως αντάλλαγμα «τ’ αποφάγια, τ’ αποπλύματα του», όπως θα έλεγε ο πατέρας μου, – αναφώνησε εκείνη όλο νόημα.
Ήμουν πολύ τυχερή τελικά που βρήκα τη Κλάρα για να μου κάνει λίγο πιο ενδιαφέρον το ταξίδι που μου φαινόταν ατελείωτο. Με το άγχος που κουβαλούσα θαρρώ πως νόμιζα ότι θα περνάω την κοιλάδα του θανάτου όπου η κάθε στιγμή θα μακραίνει και θα μακραίνει για να μην μπορώ να φτάσω ποτέ στον προορισμό. Το μόνο ευχάριστο που ακουγόταν στο τραίνο ήταν τα γέλια της μικρής Σόνιας που ξαφνικά με συμπάθησε και δεν ξεκολλούσε από πάνω μου. Τα γέλια της μικρής Σόνιας ακούγονταν σαν τραγούδι. Τραγούδι που σαν το ακούσεις σε μεθάει μα των ελεγειακών μου σκέψεων, το γέλιο των φέρνει ταραχή. Ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια μου χωρίς να με ρωτήσει, όπως συνήθιζε τώρα τελευταία. Ένα δάκρυ που έδινε το παρόν κάθε στιγμή, σε κάθε σκέψη, ακόμα και στον ύπνο ποτίζοντας με πόνο και τα πιο αθώα όνειρά μου.
- Ω, γιατί στάθηκα τόσο ανόητη, τόσο τρελή! Δεν αντέχω Κλάρα! Η αγάπη που νιώθω για εκείνον είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία μου να τον παρατήσω και έτσι αναγκάζομαι να περιμένω αυτό το κάτι που κάθε μέρα βυθίζεται όλο και πιο βαθειά στην πυκνή ομίχλη και ξεμακραίνει, ξεμακραίνει μέχρι που γίνεται μια κουκίδα για να χαθεί εντελώς.
Όλοι είχαν κουραστεί μετά από πολλές ώρες ταξίδι και το μόνο που ακουγόταν ήταν η μανία του τραίνου πάνω στις ράγες και το σφύριγμα που άφηνε στο πέρασμά του πάνω τους. Ενώ τα σκελετωμένα δέντρα, ντυμένα με άσπρο χιόνι, σαν νύφες που τις παράτησαν εκεί έξω στο σκοτάδι, ξεγλιστρώντας, έριχναν στα κλεφτά μια γρήγορη ματιά από το παράθυρο σαν να ήθελαν να σβήσουν για λίγο την περιέργειά τους. Ακόμα και η μικρή Σόνια κοιμόταν παραδομένη στην αγκαλιά της μητέρας της. Το πρόσωπό της φαινόταν τώρα ήρεμο. Και εγώ, ίσως η μοναδική επιβάτης, που ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά πως σε λίγο θα χανόμουν στην αγκαλιά του αγαπημένου μου. Αμφιβάλλω όμως αν θα τα καταφέρω! Φοβάμαι! Από τώρα νιώθω να μου κόβονται τα γόνατα, όχι τόσο το ότι θα βρίσκομαι ξαφνικά μπροστά του, αλλά νιώθω ότι δεν θα τον δω ποτέ! Όσο εγώ πλησιάζω, τόσο αυτός απομακρύνεται, απομακρύνεται σαν ορίζοντας που χάνεται μπροστά μου.
Το τραίνο τώρα πήγαινε πιο αργά, θαρρώ πως κουράστηκε από το μακρύ ταξίδι, θαρρώ πως κουράστηκε από το βάρος που κουβαλούσε, από τις σκέψεις των ταξιδιωτών. Η πόλη μας περιμένει, άνοιξε τα φώτα της για να μας δει καλύτερα. Οι φωνές στα μεγάφωνα προαναγγέλλουν την άφιξή μας. Τα κουρασμένα σώματα στο τρένο, παίρνουν και πάλι ζωή, ετοιμάζονται, μαζεύουν τα υπάρχοντά τους και με ανυπομονησία παίρνουν θέση, έτοιμοι για υποβίβαση. Στο σφύριγμα του τρένου μόνο εγώ κάθομαι ατάραχη. Ατάραχη απ’ έξω, γιατί από μέσα η καρδιά μου πάλευε να βγει επαναστατώντας ενάντια στη θέλησή μου. Η Κλάρα κατέβηκε να πάρει τις αποσκευές, η μικρούλα στην αγκαλιά της μητέρας της ήθελε να πάω μαζί τους ενώ εγώ καθόμουν στο παράθυρο και έβλεπα τον κόσμο να κατεβαίνει. Όλοι είχαν μια αγκαλιά να τους περιμένει, να τους κρατάει τις βαλίτσες, να μεταφέρει τις αναμνήσεις. Ενώ εγώ αποτελούσα ένα ξεχασμένο στοιχείο εκεί μέσα στο τεράστιο ερπετό.
Κυρία, πρέπει να κατεβείτε! – είπε ένας κύριος με μια τραχιά φωνή και πριν προλάβω να σηκωθώ πήρε το μάτι μου,εκεί έξω, τη μικρή Σόνια στην αγκαλιά του Γαβριήλ, και εκείνος, αχ εκείνος να τη σφίγγει, να παίζει μαζί της και να φιλά με πάθος τη μητέρα του κοριτσιού και οι τρεις μαζί να χάνονται στην ομίχλη, ενώ η μικρή με χαιρέταγε ζωηρά σηκώνοντας το χεράκι της ψηλά . Έτριβα και ξανάτριβα τα μάτια μου, νομίζοντας πως βλέπω όνειρο, αλλά όχι, ήταν αλήθεια. Ξέρεις, είναι από εκείνες τις στιγμές που δεν θες με τίποτα να πιστέψεις. Είναι από εκείνες τις στιγμές που κάποιες μαγικές δυνάμεις σου κλείνουν τη στόμα και δεν μπορείς να φωνάξεις. Η καρδιά μου πάλευε να βγει, αλλά το εξαντλημένο σώμα μου παραιτήθηκε σιωπηλά. Η Κλάρα μου έκανε νόημα να κατέβω.
Έξω έκανε πολύ κρύο. Μετά από σκληρή μάχη με την ομίχλη, επιτέλους ο ήλιος βγήκε νικητής, κατάφερε με τις ακτίνες του να σκίσει το θολό τοπίο που ήταν φυλακισμένος τόσο καιρό για να με αποχαιρετήσει ίσως για τελευταία φορά.
* Η Μελίνα Κάτιου έχει σπουδάσει Θεατρολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης